- ευμαθής
- -ές (ΑΜ εὐμαθής, -ές)1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωσηαρχ.1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» — ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή (Σοφ.).επίρρ...ευμαθώς (Α εὐμαθῶς)με τρόπο καταληπτό, κατανοητόαρχ.εντέχνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μαθής (< θ. μαθ-, πρβλ. έ-μαθ-ον, μανθάνω), πρβλ. α-μαθής, πολυ-μαθής].
Dictionary of Greek. 2013.